μαλλιοκέφαλα

μαλλιοκέφαλα
και μαλλοκέφαλα, τα
1. το τρίχωμα τού κεφαλιού, τα μαλλιά
2. φρ. «τα μαλλιοκέφαλά μου» — πάρα πολλά χρήματα, όσα οι τρίχες τής κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλιά + κεφάλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλλοκέφαλα — τα βλ. μαλλιοκέφαλα …   Dictionary of Greek

  • μαλλοκέφαλα — μαλλοκέφαλα, τα και μαλλιοκέφαλα, τα μαλλιά του κεφαλιού, μόνο στη φράση: «Ξόδεψα τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου», ξόδεψα μεγάλα χρηματικά ποσά, τόσα όσες είναι και οι τρίχες του κεφαλιού μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”